πήνα

πήνα
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή τού αρκτικού α- (βλ. λ. απήνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πήνα — πήνᾱ , πήνη thread on the bobbin fem nom/voc/acc dual πήνᾱ , πήνη thread on the bobbin fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήνας — πήνᾱς , πήνη thread on the bobbin fem acc pl πήνᾱς , πήνη thread on the bobbin fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”